- λαχταρώ
- λαχταράω / λαχταρώ, λαχτάρησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λαχταρώ — και λαχταρίζω λαχτάρισα, λαχταρισμένος, επιθυμώ έντονα κάποιον ή κάτι, ποθώ, ορέγομαι: Λαχταρώ να έρθει το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαχταρώ — (Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, άω) επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό») νεοελλ. 1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ 2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο 3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία,… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… … Dictionary of Greek
ορέγομαι — και ρέγομαι ορέχτηκα και ρέχτηκα, επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ: Ρέχτηκα να φάω σταφύλι. – Χρόνια την ορέγομαι και τη λαχταρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαιμακτήρ — Μαιμακτήρ, ῆρος και Μαιμάκτης, ὁ (Α) ονομασία μήνα στη Φώκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαιμάσσω «λαχταρώ, μαίνομαι, προκαλώ τρόμο» + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek
αποθυμώ — ( άω) επιθυμώ πολύ κάτι που μου λείπει, λαχταρώ, νοσταλγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του επιθυμώ (πρβλ. και πεθυμώ, πιθυμώ, ποθυμώ) με παρετυμολογική επίδραση συνθέτων με το προρρηματικό από ή πιθ. του ρ. ποθώ] … Dictionary of Greek
απολυσσώ — ( άω) έχω λύσσα, μεγάλη επιθυμία για κάτι, λαχταρώ κάτι … Dictionary of Greek
επισπαίρω — ἐπισπαίρω (Α) λαχταρώ, αγωνιώ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σπαίρω «κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι»] … Dictionary of Greek
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek